κεντρίτης

κεντρίτης
κεντρ-ίτης, ου, ,
II κ. κάλαμος prickly reed, PTeb.152 (ii B.C.).
III fem. [suff] κεντρ-ῖτις, ιδος, , place where a horse is tapped for dropsy, Hippiatr.38.
2 κ. βοτάνη, magical plant, PMag.Par.1.773.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κεντρίτης — κεντρίτης, ὁ (Α) [κέντρον] 1. ως επίθ. αγκαθωτός («κάλαμος κεντρίτης», πάπ.) 2. είδος δηλητηριώδους φιδιού …   Dictionary of Greek

  • κεντρίτην — κεντρίτης prickly masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ботан (река) — Ботан Botan Долина реки Ботан Характеристика Длина …   Википедия

  • καλαμοκεντρίτις — καλαμοκεντρῑτις, ίτιδος, ἡ (Α) πάπ. (ενν. γη) τόπος κατάφυτος από ακανθώδη φυτά, από αγκάθια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + κεντρίτης «ακανθωτός»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”